ζουφάκι

ζουφάκι
το
1. κάτι το ζούφιο, το ισχνό, το ατροφικό
2. πληθ. (κατ' ευφημ.) τα ζουφάκια
οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουφός + υποκορ. κατάλ. -άκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”